Με τον καλύτερο τρόπο επέλεξε να κάνει… ποδαρικό το νέο site της ΚΑΕ Ολυμπιακός.
Ανήμερα των γενεθλίων της ομάδας, οι «ερυθρόλευκοι» παρουσίασαν την ανανεωμένη νέα τους ιστοσελίδα, συνδυάζοντάς την με μία μεγάλη συνέντευξη του Κώστα Σλούκα, που θα δημοσιευθεί σε δύο μέρη.
Ο 31χρονος γκαρντ του Ολυμπιακού, μιλάει για τα παιδικά του χρόνια, το πώς ήρθε στον Ολυμπιακό το 2008, τον Άρη, την αποχώρησή του και τους πραγματικούς λόγους το 2015 και πολλά άλλα ενδιαφέροντα.
Το sportfm.gr δημοσιεύει κάποια αποσπάσματα του πρώτου μέρους της συνέντευξης:
«Είμαι μεγαλωμένος από μια απλή οικογένεια. Ο πατέρας μου ήταν αστυνομικός και η μητέρα μου πωλήτρια σε γυναικεία είδη. Δεν μπορώ να πω ότι μεγάλωσα δύσκολα. Το αντίθετο. Οι γονείς μου προσπάθησαν να προσφέρουν σε εμένα και στην αδελφή μου όσα περισσότερα μπορούσαν. Ήμασταν μια μικρομεσαία οικογένεια, απλά ο πατέρας μου ήταν αθλητής. Μικρός έπαιζε ποδόσφαιρο και έπειτα ασχολήθηκε με την άρση βαρών, όπου μάλιστα ήταν και πρωταθλητής Ελλάδος. Οπότε ήταν εκείνος που ώθησε στον αθλητισμό και εμένα, αλλά και την αδελφή μου».
Η πρώτη στρογγυλή… θεά με την οποία «φλέρταρε» είχε ασπρόμαυρη απόχρωση. «Αρχικά ασχολήθηκα με το ποδόσφαιρο, κυρίως λόγω σχετικής επιθυμίας του πατέρα μου. Έπαιζα αριστερό χαφ. Υπήρξε μια εποχή που έκανα και τα δύο, και μπάσκετ και ποδόσφαιρο, όμως, για οικονομικούς λόγους, αλλά και για εξοικονόμηση χρόνου, οι γονείς μου, μου ζήτησαν να διαλέξω ένα άθλημα. Εγώ επέλεξα το μπάσκετ γιατί μου άρεσε περισσότερο. Επίσης επηρεάστηκα αρκετά και από τον ξάδελφό μου που έπαιζε μπάσκετ. Αναφέρομαι στον Γιάννη Μητσάκη. Ξεκίνησα από μια ομάδα του κατηχητικού, ΑΕΝ λεγόταν, μετά πήγα στον Μέγα Αλέξανδρο και στην συνέχεια στον Μαντουλίδη. Ο λόγος που άλλαξα τόσες ομάδες σε τόσο μικρή ηλικία είχε να κάνει με το ότι μετακομίζαμε και η απόσταση ήταν μεγάλη. Επιπλέον ο Μέγας Αλέξανδρος ήταν πιο μεγάλο σωματείο, πιο οργανωμένο».
Το εφαλτήριο στο να κάνει μεγάλα όνειρα ένας μικρός ηλικιακά αθλητής, είναι συνήθως οι επιτυχίες κάποιου άλλου. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση του γκαρντ του Ολυμπιακού. «Θυμάμαι τον Ντέιβιντ Ρίβερς και το Ευρωπαϊκό που κατέκτησε ο Ολυμπιακός το 97. Θυμάμαι και την Εθνική, η οποία δεν είχε φέρει επιτυχίες, αλλά ήταν στις μεγάλες διοργανώσεις. Και φυσικά θυμάμαι και το 2005, όταν η Εθνική κατέκτησε το Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα. Είχα βγει και εγώ στον Λευκό Πύργο και πανηγύριζα!». Το πραγματικό του κίνητρο, ωστόσο, για να αφοσιωθεί στο μπάσκετ και να πετύχει ήταν το προσωπικό του ‘θέλω’. «Όσο περισσότερο ασχολούμουν με το μπάσκετ συνειδητοποιούσα πως ήταν αυτό που πραγματικά μου άρεσε και αγαπούσα. Παλιότερα ήμουν χοντρούλης, είχα παραπάνω κιλάκια, για αυτό και ο πατέρας μου με ωθούσε να κάνω έξτρα προπόνηση. Για την ακρίβεια με σήκωνε επτά το πρωί και πηγαίναμε μαζί και τρέχαμε. Αυτό ξεκίνησα να το κάνω από την ηλικία των 14 ετών. Ο πατέρας μου ήταν πάντα ευθύς και μου έλεγε πως είμαι βαρύς και χρειάζομαι ταχύτητα. Καταλάβαινα πως είχε δίκιο και πως τα έλεγε για το καλό μου, παρότι μου τα έλεγε ωμά, οπότε ξεκίνησα το τρέξιμο. Μέσα από αυτή τη διαδικασία διαπίστωνα πως συνεχώς βελτιώνομαι, οπότε άρχισε να μου αρέσει».
Στον Ολυμπιακό με Προεδρικό… διάταγμα!
H επιτυχία δεν ήταν η μόνη που του «χτύπησε» νωρίς την πόρτα. Το ίδιο έκανε και ένας από τους μεγαλύτερους ευρωπαϊκούς συλλόγους (το 2008).
«Όταν ήρθα στον Ολυμπιακό ήμουν 17 στα 18 ετών. Κατέβηκα μόνος μου. Οι Πρόεδροι έδειξαν πως με ήθελαν πάρα πολύ. Η αλήθεια είναι πως στην αρχή είχα ενδοιασμούς για το αν έπρεπε να έρθω ή όχι, γιατί ναι μεν ήθελα να έρθω στον Ολυμπιακό, αλλά έβλεπα πως ήμουν ένας αθλητής Γ’ Εθνικής που θα πήγαινε σε μια ομάδα που διεκδικούσε την Ευρωλίγκα. Ήξερα πως δεν θα είχα ρόλο και σκεφτόμουν πως δεν θα κάνω ούτε προπονήσεις με την ομάδα. Παρόλα αυτά οι Πρόεδροι έδειξαν πόσο πολύ με ήθελαν και έτσι πήρα μεταγραφή. Και όντως οι δύο πρώτες χρονιές που έμεινα εδώ ήταν πολύ δύσκολες, γιατί στην ουσία δεν έκανα ούτε προπόνηση. Ήμουν σε μια ομάδα που πρωταγωνιστούσε, αλλά εγώ ήμουν θεατής. Δεν είχα συμμετοχή, ίσα, ίσα λίγο στην προπόνηση».
Όταν το σύμπαν συνωμοτεί…
«Η αλήθεια είναι πως η διοίκηση είχε στο πρόσωπό μου μια ιδιαίτερη εκτίμηση και αυτό ήταν αμοιβαίο. Οι Πρόεδροι πίστευαν στο ταλέντο μου. Επιπλέον, ήταν η τελευταία χρονιά του συμβολαίου μου, ο Ολυμπιακός ήθελε να ελληνοποιήσει το ρόστερ του και για εμένα το level του Άρη το είχα περάσει. Τι να έκανα; Να έμενα εκεί; Θεώρησα πως η καλύτερη επιλογή ήταν να γυρίσω και να προσπαθήσω από τη στιγμή που πατούσα πιο γερά στα πόδια μου να παλέψω για μια θέση στην 12άδα και την ομάδα».
Ο τίτλος του 2012 στην Κωνσταντινούπολη ήταν κυριολεκτικά ομαδική υπόθεση. Τα «πιτσιρίκια» έκαναν την ανατροπή, οι έμπειροι «καθάρισαν» και ο Κώστας Σλούκας βίωσε την απόλυτη δικαίωση. «Στον τελικό η ΤΣΣΚΑ είχε ξεφύγει με 17 πόντους και ο προπονητής, δεν ξέρω για ποιο λόγο, ίσως για να κάνει το παιχνίδι ‘ροντέο’, μας έριξε στο παρκέ. Είπαμε πάμε να παίξουμε τα επόμενα δώδεκα λεπτά και ότι γίνει. Το ματς θεωρητικά ήταν χαμένο, ήμασταν στο -17 με αντίπαλο τη μακράν καλύτερη ομάδα. Στο δικό μου μυαλό, βέβαια, τίποτα δεν είχε χαθεί. Ήταν το ματς φάση φάση. Πάμε να παίξουμε ελεύθερα και ότι βγει. Και με τρία συνεχόμενα τρίποντα γύρισε το παιχνίδι, έφτασε εκεί που έπρεπε να φτάσει, δηλαδή στους 4-5 πόντους. Ως εκείνο το σημείο εμείς είχαμε κάνει τη δουλειά μας και μπήκαν οι Σπανούλης και Πρίντεζης ως πιο έμπειροι και με πιο καθαρό μυαλό και ‘καθάρισαν’.
H Βack2Βack κατάκτηση της Ευρωλίγκας ήταν ένας άθλος, αλλά και μια ακόμη προσωπική δικαίωση για τον Κώστα Σλούκα. «Ήταν κάτι που δεν είχε κάνει σχεδόν κανείς! Η Μακάμπι μόνο… Εκείνη την περίοδο ήμασταν πολύ φορμαρισμένοι, είχαμε κερδίσει την ΤΣΣΚΑ, που ήταν και πάλι το φαβορί, με 30 πόντους διαφορά. Οπότε υπήρχε και αυτοπεποίθηση και πίστη στις δυνατότητές μας. Σκεφτόμασταν πως αφού το κάναμε πέρυσι, γιατί να μην το κάνουμε και φέτος; Δεν υπήρχε κανένα άγχος γιατί γνωρίζαμε πως πάλι φτάσαμε στο φάιναλ φορ και τον τελικό. Ξεκίνησε και ο αγώνας, όπως είχε ξεκινήσει στην Κωνσταντινούπολη που χάναμε 15 πόντους στο πρώτο δεκάλεπτο, οπότε η ομάδα ήταν με την πλάτη στον τοίχο και έπρεπε πάλι να παλέψει και να παίξει τα ρέστα της. Και το έκανε στα επόμενα τριάντα λεπτά και κέρδισε με 100 πόντους και 10 πόντους διαφορά μια Ρεάλ που ήταν σε πάρα πολύ καλή κατάσταση».
Το «αντίο» παρά την υπερπροσπάθεια των Αγγελόπουλων
Το καλοκαίρι του 2015 ακούστηκαν και γράφτηκαν πολλά. Για αυτό και ο ίδιος θέλησε να ξεκαθαρίσει το τι ακριβώς συνέβη: «Ο κόσμος δεν γνωρίζει την αλήθεια. Τι είχε γίνει; Εκείνο το καλοκαίρι είμαι ελεύθερος παίκτης, δεν έχω συμβόλαιο. Μέσα στην χρονιά ήθελα να ανανεώσω, όμως, η τακτική της ομάδας ήταν να μην ανανεώνει πρόωρα τα συμβόλαια. Δεν είναι θέμα αν είναι σωστή ή λάθος γιατί πολλές φορές κάποιοι μπορεί να ανανεώσουν κι αυτό να αποδειχθεί λάθος στη συνέχεια. Ήρθε το τέλος της σεζόν, λοιπόν, και ήμουν ελεύθερος. Μπορούσα να υπογράψω όπου ήθελα, δεν είχα κάποια δέσμευση. Παρόλα αυτά δεν είχα κάνει κάτι πίσω από την πλάτη του Ολυμπιακού όπως ακούστηκε. Μιλάω με την διοίκηση η οποία όντως με ήθελε, όμως, προσωπικά πάντα αφήνω τα χρήματα σε δεύτερη μοίρα. Μιλάω με τον προπονητή ο οποίος με θέλει στην ομάδα, αλλά με τον ρόλο που είχα, κάτι που εμένα δεν με κάλυπτε. Ήθελα να παίξω πλέι μέικερ. Μίλησα δηλαδή και με την διοίκηση και με τον προπονητή. Δεν έμεινα ευχαριστημένος γιατί δεν θα έπαιζα πλέι μέικερ.
Στην συνέχεια με πήρε τηλέφωνο ο καλύτερος προπονητής για εμένα στην Ευρώπη και μου λέει: «Ξέρω πως είσαι ελεύθερος, θέλω να μιλήσω μαζί σου». Δεν είχα καμία άλλη επαφή με κάποιον από την Φενέρμπαχτσε, μόνο το τηλεφώνημα του Ζέλικο Ομπράντοβιτς. Μου είπε, λοιπόν, σε εκείνο το τηλεφώνημα πως ήταν στην Αθήνα και ήθελε να βρεθούμε να μιλήσουμε. Τι ποιο φυσιολογικό να μιλήσει ένας ελεύθερος παίκτης με έναν προπονητή που τον θέλει; Συναντήθηκα μαζί του είκοσι λεπτά, μιλήσαμε πέντε λεπτά για την ομάδα και δεκαπέντε μου έλεγε για την Ελλάδα, την Χαλκιδική, την Μύκονο κτλ. Μέσα στα πέντε λεπτά, όμως, μου είπε δύο πράγματα: ‘Είσαι το πλέι μέικερ που θέλω και θα παίξεις’. Δεν μιλήσαμε καν για χρήματα. Εγώ του απάντησα: ‘Εδώ είναι το σπίτι μου, η οικογένειά μου, είμαι επτά χρόνια στον Ολυμπιακό, έχω δεθεί με την ομάδα, έχω πανηγυρίσει τίτλους… Είμαι στο σπίτι μου και είμαι πολύ καλά. Αυτό που θέλω να ξέρω είναι, αν τα αφήσω όλα αυτά θα παίξω; Και μου απάντησε πως θα παίξω. Από εκεί και πέρα δεν είχα κάτι να ακούσω… Δεν συμφώνησα εκεί, απλά ήξερα μέσα μου πως εκεί θα είναι το επόμενο βήμα μου».
Ακολούθησε ένα ακόμα ραντεβού. «Πήγα να ανακοινώσω στους Προέδρους την απόφασή μου, γιατί άξιζαν μια ειλικρινή συζήτηση μαζί μου. Και θα πρέπει να πω πως στο τέλος οι Πρόεδροι μου έδιναν απίστευτα χρήματα για να με κρατήσουν. Αυτό δείχνει το πόσο με πίστευαν και πόσο ήθελαν να με κρατήσουν. Ήταν μια συναισθηματικά φορτισμένη συνάντηση γιατί οι Πρόεδροι με είχαν βοηθήσει πάρα πολύ στην καριέρα μου. Όμως, τους είπα σε εκείνη τη συζήτηση πως όσα χρήματα και αν μου έδιναν δεν θα υπέγραφα γιατί έψαχνα το κίνητρο. Τα χρήματα δεν με συγκινούν. Με συγκινεί η προοπτική, το να έχω κίνητρο… Τους ανακοίνωσα, λοιπόν, πως θα συνεχίσω στην Φενέρμπαχτσε».
Η Φενέρ, η επιστροφή στο ΣΕΦ και η δικαίωση
«Η πρώτη χρονιά εκτός Ελλάδος ήταν πάρα πολύ δύσκολη. Επτά χρόνια στον Ολυμπιακό όλα γινόντουσαν αυτοματοποιημένα… Που λέει ο λόγος το αυτοκίνητο ερχόταν μόνο του στο ΣΕΦ και η ρουτίνα ήταν συγκεκριμένη. Και μέσα σε λίγους μήνες άλλαζα προπονητή, συμπαίκτες, αποδυτήρια, γήπεδο, χώρα, πόλη, απαιτήσεις, τα πάντα… Και επιπλέον εκεί έπαιζα σαν ξένος. Υπάρχει συνεχής κριτική. Επίσης, είχα αρκετούς τραυματισμούς. Υπήρχε αμφισβήτηση στο πρόσωπό μου, ιδιαίτερα στην αρχή, αλλά υπήρχε και εμπιστοσύνη από τον προπονητή και τους συμπαίκτες μου. Την πρώτη σεζόν φτάσαμε στον τελικό της Ευρωλίγκας, χάσαμε στην παράταση από την ΤΣΣΚΑ, πήραμε το πρωτάθλημα, πήραμε το Κύπελλο Τουρκίας και ήταν μια επιτυχημένη χρονιά. Προσωπικά για εμένα ήταν μια πολύ μέτρια χρονιά με πάρα πολλούς τραυματισμούς».
Παρόλα αυτά δεν του πέρασε ποτέ από το μυαλό ούτε σαν σκέψη η επιστροφή στα… σίγουρα. «Γενικότερα για ότι αποφάσεις παίρνω δεν μετανιώνω, γιατί τις παίρνω μετά από πολλή σκέψη. Για την ακρίβεια πιστεύω πως δεν υπάρχει σωστή επιλογή. Υπάρχει η επιλογή με το μυαλό σου, αυτή που βάζεις κάτω όλα τα δεδομένα, αποφασίζεις και από κει και πέρα δίνεις το 100% σου και όπου σε βγάλει. Δεν υπάρχουν δεύτερες σκέψεις. Οπότε δεν πέρασε από το μυαλό μου να επιστρέψω σε ένα οικείο περιβάλλον. Είπα αυτό επέλεξα και θα γίνει».
Διαβάστε ολόκληρο το πρώτο μέρος της συνέντευξης, στο www.olympiacosbc.gr.