Ένας προπονητής έχει να διαχειριστεί πολλές δύσκολες καταστάσεις μέσα σε μια ομάδα. Μια όμως από τις λιγότερο… «διαφημισμένες» αλλά πιο άβολες είναι η διαχείριση ενός θρύλου που βρίσκεται στη δύση της καριέρας του. Ένα πρόβλημα τόσο πολύπλοκο, που όπως κι αν το αντιμετωπίσει ο προπονητής μοιάζει αδύνατο να μην κατηγορηθεί πως έκανε λάθος ή ήταν άδικος. Είτε απέναντι στον αστέρα που «δύει», είτε απέναντι στην ομάδα του και τους στόχους της.
Η lose-lose κατάσταση με τον Πάου Γκασόλ
Αφορμή για το κείμενο αυτό στάθηκε ο Πάου Γκασόλ. Ο ίσως πιο πετυχημένος παίκτης στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ, επέστρεψε για ένα διπλό Last Dance στην Μπαρτσελόνα και την εθνική Ισπανίας. Όμως δύο μήνες πριν κλείσει τα 41 και μετά από απραξία 25 μηνών (!), δεν θυμίζει σε τίποτα, τουλάχιστον όχι ακόμη, τον ασταμάτητο ψηλό που μεγαλούργησε στο ΝΒΑ για δύο δεκαετίες κατακτώντας ισάριθμα πρωταθλήματα όχι ως κομπάρσος αλλά συμπρωταγωνιστής του Κόμπι Μπράιαντ, αλλά και φόρεσε στο στήθος έντεκα μετάλλια σε Ολυμπιακούς Αγώνες, Παγκόσμια Κύπελλα και Ευρωμπάσκετ.
Ο Σαρούνας Γιασικεβίτσιους βρέθηκε, άθελά του προφανώς, στη μέση μιας lose-lose κατάστασης. Ο κάποτε συμπαίκτης του στην Μπαρτσελόνα πήρε πράσινο για επιστροφή στη δράση παραμονές των playoffs και ο Λιθουανός είχε δύο δρόμους: να θέσει σε κίνδυνο την ίδια του την ομάδα χρησιμοποιώντας τον φανερά ανέτοιμο Πάου στα κρίσιμα ματς με τη Ζενίτ ή να φανεί… άκαρδος και στυγνός επαγγελματίας αφήνοντάς τον στην άκρη. Σε κάθε περίπτωση, το μόνο βέβαιο είναι πως θα υπήρχαν δυσαρέσκειες, πέρα από όσες ήδη έχει να αντιμετωπίσει ο «Σάρας» λόγω της κακής εικόνας της ομάδας του στα τέσσερα ματς της σειράς. Τελικά ακολούθησε μια μάλλον μέση οδό χρησιμοποιώντας μεν τον Γκασόλ σε όλα πλην ενός τα ματς με τη Ζενίτ, αλλά για μόλις 13:40 συνολικά. Στο διάστημα αυτό εκείνος έχει συνολικά 5 πόντους, 4 ριμπάουντ και πολύ περισσότερες φάσεις στις οποίες έχει εκτεθεί στην άμυνα.
Η διαφορετική ιστορία με τον Σπανούλη και το deja vu του Μπαρτζώκα
Μια αρκετά παρόμοια αλλά ταυτόχρονα και πολύ διαφορετική ιστορία έχει να αντιμετωπίσει και ο Γιώργος Μπαρτζώκας στον Ολυμπιακό με τον Βασίλη Σπανούλη. Η συζήτηση άρχισε αρκετά χρόνια πριμ για απογαλακτισμό της ομάδας από τον ηγέτη της, πήγε στη συνέχεια στην πλαισίωσή του από καλύτερους παίκτες και κατέληξε εσχάτως να γίνεται λόγος για τη διάδοχη κατάσταση που θα οδηγήσει πιο ομαλά στη μετα-Kill Bill εποχή.
Η διαφορά των περιπτώσεων Γκασόλ και Σπανούλη είναι μεγάλη. Όχι επειδή τους χωρίζουν δύο χρόνια, αλλά κυρίως επειδή ο δεύτερος δεν προέρχεται από διετή απραξία λόγω σοβαρού τραυματισμού, ενώ ήταν ένας από τους τρεις παίκτες του Ολυμπιακού (οι άλλοι ήταν οι Σλούκας και Τζένκινς) που δεν έχασε ούτε ένα από τα 34 ματς της Ευρωλίγκας.
Ασφαλώς ο Σπανούλης δεν είναι το ίδιο αποδοτικός όπως πριν 10 ή 5 χρόνια κι αυτό είναι απολύτως φυσιολογικό. Ο χρόνος ήταν ο μόνος που κέρδισε όλους τους μεγάλους του αθλητισμού. Όμως από το σημείο αυτό μέχρι να θεωρείται «βάρος» για την ομάδα, η απόσταση είναι χαώδης. Σε έναν πλήρη Ολυμπιακό, που θα είχε στην περιφέρειά του όχι μόνο τον Σλούκα αλλά και δύο ξένους που θα έκαναν τη διαφορά, ο Σπανούλης θα μπορούσε να κριθεί, αυστηρά πλην όμως ρεαλιστικά, ακόμη και περιττός. Όμως έχοντας να… ανταγωνιστεί παίκτες τύπου Χάρισον και Τζένκινς, δικαιούται όχι μόνο να αγωνίζεται περισσότερο από αυτούς, αλλά και να πιστεύει πως θα παίξει τουλάχιστον μια ακόμη σεζόν.
Στον Ολυμπιακό συμβαίνει το παράδοξο να έχει βρεθεί στην ανάγκη του 38χρονου Σπανούλη επειδή οι ξένοι που πλαισίωσαν τον Σλούκα αποδείχτηκαν ανεπαρκείς και ταυτόχρονα από τη στιγμή που η ομάδα απέτυχε στους στόχους της να πέφτει (από ορισμένους) το ανάθεμα στον Λαρισαίο επειδή «τολμά» λίγο πριν τα 40 να μην αποδίδει όπως στα 30 και δεν… καταλαβαίνει ότι ήρθε η ώρα να αποσυρθεί!
Συγγνώμη κιόλας, αλλά όσο ο Ολυμπιακός φέρνει Χάρισον και Τζένκινς, ο Σπανούλης θα πιστεύει πως μπορεί να παίζει μέχρι και μετά τα 40. Και θα έχει και δίκιο! Αν δίπλα στον Σλούκα ερχόταν ένας Λόιντ, ένας Ντόρσεϊ ή ένας Χάκετ (τα ονόματα ενδεικτικά, αλλά μπορεί και όχι), ο Kill Bill θα αναγκαζόταν να αρχίσει τον μακρύ δρόμο προς το ηλιοβασίλεμα «καταπίνοντας» τον καλώς εννοούμενο εγωισμό του που ήταν και η κινητήρια δύναμη για την τεράστια καριέρα του.
Ο Γιώργος Μπαρτζώκας δικαιούται, πάντως, την κατανόησή μας. Για εκείνον η ιστορία με τον Σπανούλη ξυπνά τις άσχημες μνήμες της σεζόν του στην Μπαρτσελόνα (2016/17), όπου είχε να διαχειριστεί έναν άλλο ageing legend. Ο Χουάν Κάρλος Ναβάρο ήταν για τους «μπλαουγκράνα» ό,τι ο Σπανούλης για τον Ολυμπιακό, αλλά η δική του κάμψη ήταν πολύ πιο απότομη οδηγώντας τον εκείνη τη χρονιά σε 5,7 πόντους με 36,8% στα δίποντα και 28,6 στα τρίποντα, αλλά και ακόμη μεγαλύτερες αδυναμίες στην άμυνα από όσες είχε και στα νιάτα του. Στη διαχείριση της υπόθεσης Σπανούλη ο κόουτς Μπαρτζώκας δεν μπορεί παρά να είχε κατά νου και το «δις εξαμαρτείν». Αν και ο 38χρονος «Λα Μπόμπα» ήταν ξεκάθαρα επιζήμιος για την Μπαρτσελόνα, σε αντίθεση με τον Σπανούλη, τουλάχιστον σε αυτόν τον Ολυμπιακό.
Ό,τι κι αν αποφασίσεις, θα είσαι λάθος…
Τελικά ποιο είναι το σωστό σε τέτοιες περιπτώσεις; Να κάνεις την καρδιά σου πέτρα σφάζοντας την κότα όταν σταματήσει να κάνει πολλά αυγά βάζοντας θεωρητικά πάνω από όλα το συμφέρον της ομάδας αλλά ρισκάροντας την υστεροφημία σου ως ο προπονητής που «έκοψε» το μπάσκετ σε έναν θρύλο; Ή να δείξεις σεβασμό στην ιστορία, να περιφέρεις έναν μεγάλο παίκτη που πλέον είναι σκιά του εαυτού του ως «επιτάφιο» σε ένα farewell tour δίχως τέλος και θέτοντας σε κίνδυνο τους στόχους της ομάδας; Το μόνο βέβαιο είναι πως κάθε περίπτωση είναι διαφορετική και ότι δεν υπάρχει σωστός δρόμος, παρά μόνο… λάθος.
*Την Κυριακή τα λέμε στον bwinΣΠΟΡ FM 94,6, 12:00-14:00, παρέα με τον Παναγιώτη Κεφαλά. Κουβέντα με πολύ μπάσκετ, ρεπορτάζ, ενδιαφέροντες καλεσμένους, κουιζάκια. Όσοι πιστοί της πορτοκαλί, κοπιάστε στην παρέα μας.